- φωτοκόπια
- ητο φωτοαντίγραφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοκόπια — η, Ν φωτοαντίγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. photocopy (πρβλ. και φωτοαντίτυπο, φωτοαντίγραφο)] … Dictionary of Greek